-
1 δακτυλος
ὅ1) палец(μέγας = ἀντίχειρ Her., Arst.; μέσος Arst.; σμικρότατος Plat. или ἔσχατος Arst.; οἱ τῶν ποδῶν δάκτυλοι Xen., Arst.; δάκτυλοι τῶν καμήλων, ὀρνίθων, σαυρῶν Arst.)
ἐπ΄ ἄκρων τῶν δακτύλων Arst. — на цыпочках2) дактиль (наименьшая мера длины, у греков = 19.3 мм) Her., Arst.3) перен. мгновение, миг(δ. ἀώς, sc. ἐστι Anth.)
4) финик(τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst.)
5) стих. дактиль ( стопа _UU) Arph.7) pl. δάκτυλοι Ἰδαῖοι Diod. дактили горы Ида, т.е. жрецы Кибелы -
2 πυρην
(ἐλαίης Her.)
οἱ ἐκ τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst. — финиковые косточки
См. также в других словарях:
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek